-
1 μέθη
μέθη, ἡ, eigtl. übermäßiges Trinken, σίτων καὶ μέϑης πλησϑέν Plat. Rep. IX, 571 c; ἀνὴρ ὑπερπλησϑεὶς μέϑης Soph. O. R. 779; μέϑῃ βρεχϑείς Eur. El. 326; gew. Trunken heit, Rausch, καλῶς ἔχοντες μέϑης, Her. 5, 20; καὶ πολυοινία, Plat. Legg. II, 666 b; μανδραγόρᾳ ἢ μέϑῃ ξυμποδίσαντες, Rep. VI, 488 c; πίνειν εἰς μέϑην, Legg. VI, 775 b; übertr., κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῖς δεινοῖς ὑπὸ μέϑης τοῦ φόβου ναυτιᾷ, I, 639 b; auch im plur., Phaedr. 238 a; ὁ τὸν ϑεσμοϑέτην πατάξας τρεῖς εἶχε προφάσεις, μέϑην, ἔρωτα, ἄγνοιαν, Dem. 21, 38; ἀπὸ μέϑης, in Folge des Rausches, Ath. X, 434 b. – Bei Empedocl. 46 übh. = Begeisterung.
-
2 μανδρ-αγόρας
μανδρ-αγόρας, ὁ, der Alraun, eine betäubende u. einschläfernde Pflanze, Theophr., Diosc.; ὁ οἶνος τὰς λύπας ὥςπερ ὁ μανδραγόρας τοὺς ἀνϑρώπ ους κοιμίζει, Xen. Conv. 2, 24; μανδραγόρᾳ ἢ μέϑῃ ξυμποδίσαντες, Plat. Rep. VI, 488 c; οὐδ' ἀνεγερϑῆναι δυνάμεϑα, ἀλλὰ μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν, Dem. 10, 6; ἀνίστησιν ἄκοντας οἷον ἐκ μανδραγόρου καϑεύδοντας, Luc. Dem. enc. 36, καϑάπερ ὑπὸ μανδραγόρα καϑεύδειν, Tim. 2, im Todtenschlaf liegen, u. öfter.